- τήλυ
- Αεπίρρ. βλ. τηλοῡ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τῆλυ — Τῆλυς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλού — και τῆλυ και αιολ. τ. πήλοι και πήλυι Α επίρρ. 1. μακριά, σε μακρινό τόπο, στα ξένα («τηλοῡ ἐπ Ἀλφειῷ», Ομ. Ιλ.) 2. χρον. από πολύ παλιά («οὐ γάρ σε... ἀρχεύοντα νέον γεινώσκομεν ἀλλ ἔτι τηλοῡ», Επίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ οῦ (πρβλ … Dictionary of Greek